αναπόκριτος

αναπόκριτος
η , ο [ος , ον ]
1) оставшийся без ответа; 2) не ответивший

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αναπόκριτος" в других словарях:

  • ἀναπόκριτος — unanswered masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναπόκριτος — η, ο (Α ἀναπόκριτος, ον) 1. αυτός που δεν πήρε απάντηση, ο αναπάντητος 2. αυτός που δεν απάντησε …   Dictionary of Greek

  • ἀναποκρίτως — ἀναπόκριτος unanswered adverbial ἀναπόκριτος unanswered masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπόκριτον — ἀναπόκριτος unanswered masc/fem acc sg ἀναπόκριτος unanswered neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναποκρίτους — ἀναπόκριτος unanswered masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπόκριτοι — ἀναπόκριτος unanswered masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»